- καρδίαις
- καρδίαheartfem dat pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρδίαις — Καρδίη heart fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι … Dictionary of Greek
μελεάγριον — (ΑM, Μ και μελέαγρον) είδος άγνωστου φυτού που οι ρίζες του τρώγονταν («ῥίζαις αὐτοὺς μελεαγρίων καὶ καρδίαις καλάμων ἐδεξιοῡτο», λεξ. Σούδα) … Dictionary of Greek